- Ἐχέτω
- Ἔχετοςmasc nom/voc/acc dualἜχετοςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐχέτω — ἔχω check pres imperat act 3rd sg ἐχέτης man of substance masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐχέτῳ — Ἔχετος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'χέτω — ἀχέτω , ἀχέτης masc gen sg (attic epic ionic) ἐχέτω , ἔχω check pres imperat act 3rd sg ἐχέτω , ἐχέτης man of substance masc gen sg (attic epic ionic) ἀ̱χέτω , ἠχέτης clear sounding masc gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
везу — везти, укр., везу, везти, ст. слав. везѫ, вести κομίζειν, болг. веза, сербохорв. вѐзе̑м, вѐсти, словен. vesti, vezem, чеш. vezu, vezti, польск. wiozę, wiezc, слвц. veziem, viezt , в. луж. wjesc, н. луж. wjasc. Сюда же воз, возить, весло, обоз … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
κάτωμος — κάτωμος, ον (Μ) αυτός που έχει χαμηλούς τους ώμους («ἔστω μὴ κάτωμος, συνωμίαν τε ὑψηλοτέραν ἐχέτω καὶ ἴσην», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὦμος (< ὦμος), πρβλ. άμφ ωμος, έξ ωμος] … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek